- μελοδραματικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μελόδραμα2. αυτός που έχει ύφος λόγου που προσιδιάζει σε πρόσωπα μελοδράματος3. υπερβολικός, πομπώδης, στομφώδης («μελοδραματικό ύφος»).επίρρ...μελοδραματικώς και -άμε μελοδραματικό τρόπο, σαν πρόσωπο μελοδράματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. melo-dramatique. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Άγγ. Βλάχο].
Dictionary of Greek. 2013.