μελοδραματικός

μελοδραματικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μελόδραμα
2. αυτός που έχει ύφος λόγου που προσιδιάζει σε πρόσωπα μελοδράματος
3. υπερβολικός, πομπώδης, στομφώδης («μελοδραματικό ύφος»).
επίρρ...
μελοδραματικώς και -ά
με μελοδραματικό τρόπο, σαν πρόσωπο μελοδράματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. melo-dramatique. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Άγγ. Βλάχο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μελοδραματικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο μελόδραμα: Μελοδραματικά κείμενα. 2. μτφ., πομπώδης, υπερβολικός στις εκφράσεις και τις κινήσεις, θεατρικός: Μας υποδέχτηκε με μελοδραματικό ύφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μπαχ — (Bach). Επώνυμο οικογένειας μουσικών με καλλιτεχνική δραστηριότητα στη Γερμανία από τα μέσα του 16ου έως τα μέσα του 19ου αι. χωρίς διακοπή. Η πολιτιστική προσφορά της γενιάς των Μ. αποτελεί μοναδική εκπληκτική περίπτωση στην ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • δακρύβρεχτος — η, ο βρεγμένος από δάκρυα, μελοδραματικός: Το έργο ήταν ένα δακρύβρεχτο μελό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”